Προστασία µνηµείων και εθνική ταυτότητα
Οι έννοιες της πολιτιστικής κληρονοµιάς και συνακόλουθα των κινδύνων που την απειλούν γίνονται αντιληπτές κατά την περίοδο όπου αρχιτεκτονικά και άλλα μνημειακά κατάλοιπα (µε την έννοια τόσο της µνήµης και όσο και του μνημειακού) επιλέγονται από κοινότητες για να συνθέσουν και να τεκμηριώσουν τη συνέχειά τους από αρχαίους χρόνους. Ξεδιαλέγονται, δηλαδή, µνηµεία για να διαµορφώσουν ένα εθνικό παρελθόν και φαντασιακό, φιλτράροντάς το µέσα από τα ιδεολογικά πρίσµατα και τις επιδιώξεις του εκάστοτε παρόντος· µια νεοτερική διαδικασία κοινή, για τα εθνικά κράτη της Ευρώπης, από το 19ο αιώνα και εξής. Με την αναγνώριση λοιπόν του πολιτιστικού κεφαλαίου του επιλεγµένου παρελθόντος, ένα κοµβικό τµήµα της ταυτότητας όλων των πολιτών του έθνους-κράτους, τίθενται σε ισχύ προστατευτικοί νόµοι και διαδικασίες για τη διαφύλαξη και την αντιµετώπιση των κινδύνων που απειλούν τον υλικό φορέα και τις περιβάλλουσες αξίες του. Στην Ελλάδα, η συµπύκνωση της εθνικής ιστορίας, από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., αποτέλεσε παράλληλα και διαβατήριο αναγνώρισης από τις Μεγάλες Δυνάµεις της Ευρώπης που τελούσαν υπό τη σαγήνη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, ορισµένης από την Αναγεννησιακή λογιοσύνη και το Διαφωτισµό. Η προστασία των αρχαιοτήτων ήταν άµεσο αιτούµενο· ήδη οι επαναστατικές κυβερνήσεις του, υπό σύσταση, ελληνικού κράτους ασχολήθηκαν µε τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων, όπως για παράδειγμα το διάταγµα της 10ης Φεβρουαρίου 1825, που προτρέπει για την περισυλλογή αρχαιοτήτων και τη συγκέντρωση τους στα σχολεία, µε στόχο την αποφυγή απαγωγής τους στο εξωτερικό. Όµως, ακόµα και η νοµική κατοχύρωση της κρατικής προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς στο πολίτευµα της Γ΄ Εθνικής Συνέλευσης στην Τροιζήνα το 1827, τα πρώτα εθνικά µέτρα του Καποδίστρια τον επόµενο χρόνο και η σύσταση εθνικού µουσείου στην Αί- γινα το 1829, είχαν περισσότερο συµβολική ισχύ, ενώ καλλιεργούσαν και µια ανταλλακτική νοοτροπία µε τους πολίτες, καθώς δεν υπήρχε η οργανωτική και οικονοµική δυνατότητα για την πλήρη εφαρµογή τους. Αν και αυτές οι στρατηγικές για τη διαχείριση του πολιτιστικού κεφαλαίου της Ελλάδας οργανώνονταν στην πρωτεύουσα, παράλληλα µε τις τά- σεις που επικρατούσαν στην πεφωτισµένη Εσπερία, στις περιφέρειες της χώρας αλλά και τοπικά στην Αθήνα, «επικίνδυνες» πρακτικές συνεχίζονταν. Τα κινητά και τα ακίνητα µνηµεία κατείχαν διαφορετική θέση στη ζωή των κατοίκων· επενδεδυµένα µε αποτροπαϊκές ή µαγικές ιδιότητες, χρησιµοποιούµενα ως οικοδοµικά υλικά ή/και για αισθητικούς λόγους, εκποιού- µενα σε ευρωπαίους περιηγητές αλλά και ζωτικά τµήµατα της ιδιαίτερης ταυτότητας των τοπικών κοινωνιών, θεωρούνταν από νωρίς ως ατοµική ιδιοκτησία του ευρόντος ή συλλογική της κοινότητας, µε τη δυνατότητα νοµής και κατοχής· θεωρήσεις που θα ελεγχθούν µόλις στο τέλος του 19ου (Νόµος ΒΧΜΣΤ΄ του 1899 «περί αρχαιοτήτων») µε την πλήρη ένταξη των αρχαιοτήτων υπό τη σκέπη της κρατικής µέριµνας.
Η απόσπαση των αρχαιοτήτων από την καθηµερινή ζωή, η οργάνωση µιας συµπαγούς Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που πράττει «για το καλό του συνόλου», και η τακτοποίηση του πολιτιστικού αποθέµατος ως προσφερόµενου τουριστικού προϊόντος, παραγκώνισαν το µη ειδικό κοινό και τις το- πικές κοινωνίες, από τις ουσιαστικές διαδικασίες διαχείρισης των καταλοί- πων, τοποθετώντας τους στη θέση του αποθαυµάζοντος και «του πελάτη», του τουρίστα εσωτερικού. Μεταγενέστερα, πολιτικές επιλογές όπως η εντατική οικοδοµική δραστηριότητα που καλλιεργήθηκε από το κράτος 1 και η έλλειψη κτηµατολογίου, άλλες πιέσεις του µοντέλου της οικονοµικής µεγέθυνσης που επικράτησε και στα νησιά υποδαυλίστηκε από την ασύµµετρη τουριστική δραστηριότητα, η αδυναµία χάραξης ουσιαστικής πολιτιστικής πολιτικής και η έλλειψη χρηµατοδότησης αλλά -ανάµεσα στα άλλα- και η εµµονή των ειδικών στην υλική, µόνο, προστασία, δηµιούργησαν σοβαρά προβλήµατα στην προστασία των καταλοίπων· κυρίως όµως ενέτειναν και διατήρησαν µέχρι σήµερα ένα κλίµα αντιπαλότητας µεταξύ των πολιτών και των επί- σηµων φορέων διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονοµιάς, «της αρχαιολογίας» όπως αναφέρεται συνεκδοχικά, αποτελώντας τη βασική πηγή κινδύνων για την πολιτιστική κληρονοµιά.
Σύγχρονες τάσεις
Παράλληλες µορφές αποκλεισµού –µε βέβαια µικρότερο αντίκτυπο στην προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς– αποτέλεσαν κεντρικό θέµα συ- ζήτησης στη Δυτική Ευρώπη και την Αµερική. Ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990, παρατηρείται µια στροφή στην αναγνώριση της κοινωνικής αξίας των µνηµείων και της προώθησης των συµµετοχικών δραστηριοτήτων στη διαχείρισή τους, ως απότοκο ηθικών αιτηµάτων, μετααποικιακών διαδικασιών χειραφέτησης, αλλά και της µετα-διαδικαστικής τάσης της αρχαιολογικής έρευνας µε τον αναστοχασµό της θέσης του αρχαιολόγου στην κοινωνία. Αλλαγές παρατηρήθηκαν πρώτα σε µια σειρά από διακυβερνητικές χάρ- τες και συµβάσεις για την προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς (βλ. βι- βλιογραφία) και σε ηθικούς κώδικες φορέων αρχαιολογικού έργου, στην ανα- µόρφωση θεσµών και γενικότερα µε τη σύµπηξη δράσεων αντιµετώπισης απειλών µε κεντρικό έλεγχο αλλά ευρεία συµµετοχή· χαρακτηριστική είναι, για παράδειγµα, η συµµετοχή πολιτών και ΜΚΟ στις διαδικασίες πρότασης για ένταξη στον Κατάλογο Παγκόσµιας Πολιτιστικής Κληρονοµιάς της UNESCO από το 1995 και στη δυνατότητα καταγγελίας αρχαιολογικών χώρων, ορισµένων ως Μνηµείων Παγκόσµιας Πολιτιστικής Κληρονοµιάς, που δεν τηρούν τα κριτήρια και πρέπει να ενταχθούν στον κατάλογο µνηµείων «σε κίνδυνο» 3 . Μέσα σε αυτές τις τάσεις αντιµετώπισης του πολιτιστικού πόρου, πριµοδοτούνται µια σειρά από πράξεις προσέγγισης του κοινού από την πλευρά των αρχαιολόγων. Οι πιο κοινές από αυτές τις διαδικασίες, οι οποίες φέρνουν το κοινό πιο κοντά στην αρχαιολογική πληροφορία και τη διαδικασία της έρευνας, είναι διάφοροι τύποι «αρχαιολογίας για το κοινό», περιλαµβάνοντας και τα εκπαιδευτικά προγράµµατα σε διάφορες µορφές. Συχνά βέβαια, αυτή η προσπάθεια επικοινωνίας υπολείπεται ουσιαστικής συµµετοχής και αλληλεπίδρασης, αφού δεν αναγνωρίζονται οι κοινωνικοί συµµέτοχοι και οι πολιτικές προεκτάσεις των απόψεων των συµβαλλοµένων ή δεν υπάρχουν ξεκάθαροι στόχοι, µε αποτέλεσµα κατώτερο ή αντίθετο του προσδοκόµε. Σε όποια περίπτωση όµως, ο πρώτος λόγος σχετικά µε τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονοµιάς παραµένει στους ειδικούς, οι οποίοι επιλέγουν (ή όχι) τα σχήµατα κοινωνικής ευαισθητοποίησης και συµµετοχής.
Η δράση του προγράµµατος «Τοπικές Κοινωνίες & Μνηµεία»
Επιστρέφοντας στην ελληνική πραγµατικότητα, αν και η αναθεώρηση του Άρθρου 24 του Συντάγµατος τη δεκαετία του 1970 προβλέπει τη συλλογική προστασία φυσικού και δοµηµένου περιβάλλοντος, ο νέος αρχαιολογικός νόµος 3028/2002 υπογραµµίζει τη σηµασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς για το κοινωνικό σύνολο (Άρθρο 1, Άρθρο 3,1), όπως και η Σύµβαση της Γρανάδας (Άρθρο 1, Άρθρο 14) που επικυρώθηκε από το ελληνικό κράτος µε το νόµο 2039/1992, δεν έχουν δηµιουργηθεί τα κατάλληλα σχήµατα συµµετοχικής προσέγγισης και επεξεργασίας των προβληµάτων, ενώ αντίθετα προ- ωθείται έµµεσα ο αποκλεισµός. Αν και εκπαιδευτικά προγράµµατα, ιδιαίτερα για µαθητές, διεξάγονται συστηµατικά ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η διαδικασία είναι µονόδροµη και πληροφοριακή για το κοινό ενώ οι περισσότερες δράσεις συµµετοχής από την πλευρά των επίσηµων φορέων οφείλονται σε ατοµικές πρωτοβουλίες και όχι συντεταγµένη στρατηγική. Οι κίνδυνοι για την πολιτιστική κληρονοµιά αντιµετωπίζονται σχεδόν πάντα σηµειακά και παρεµβατικά από το Υπουργείο (για παράδειγµα, περιφράξεις, συντηρήσεις, αναστηλώσεις, νέες χρήσεις), χωρίς την ανίχνευση του κοινωνικού αντικτύπου ή ουσιαστική πρόβλεψη ενσωµάτωσης στον κοινωνικό περίγυρο ενώ κινήσεις και δράσεις πολιτών για την προστασία µνηµείων αντιµετωπίζονται σκεπτικιστικά και γραφειοκρατικά. Η έλλειψη ενηµέρωσης από την πλευρά των πολιτών και η κατίσχυση του ιδιωτικού έναντι του δηµοσίου συµφέροντος διευρύνει περαιτέρω την απόσταση «αρχαιολογίας» και «κοινωνίας», όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι δράσεις του προγράµµατος «Τοπικές Κοινωνίες & Μνηµεία» της MOnuMENTA, σκοπεύουν στην ευαισθητοποίηση, την προώθηση σχετικών συµµετοχικών διαδικασιών και µέσα από αυτές στη διαλεκτική προσέγγιση, αντίληψη του παλιµψήστου των ζητηµάτων σχετικά µε τα µνηµεία και την αντιµετώπιση των κινδύνων που τα απειλούν. Οι πολλαπλές αναγνώσεις των καταλοίπων και του περικειµένου τους από διαφορετικές κοινωνικές οµάδες, η σύγκλιση, η απόκλιση και οι σχέσεις εξουσίας µεταξύ των απόψεων, η εξέταση των φίλτρων της αντίληψης και των ιδεολογικών-πολιτικών υποστρωµάτων (ποιος αναγνωρίζει και υποστηρίζει τι και για ποιο λόγο), επιτρέπουν το σχεδίασµα µιας σφαιρικής εικόνας για το εκάστοτε θέµα, στο οποίο η επίσηµη αρχαιολογική διαδικασία εντάσσεται ως µία από τις κεντρικές µονάδες σε ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων σχετικά µε την πολιτιστική κληρονοµιά· αλλά δεν είναι η µόνη. Ειδικά στις τοπικές κοινωνίες ανιχνεύονται ιστορικά συλλογικές ταυ- τότητες και ταυτίζονται µε αντιλήψεις και δράσεις. Οι τελευταίες αποκτούν σταδιακά αποστάσεις από την ατοµική γνώµη, που εκφέρεται στις συνε- ντεύξεις, τις δηµόσιες συζητήσεις, τα εκπαιδευτικά προγράµµατα· σχήµατα δανεισµένα από την κοινωνική ανθρωπολογία, που χρησιµοποιούνται µαζί µε πολλές άλλες προσαρµοσµένες πρακτικές, για την αντίληψη, την αξιολόγηση και την ενδυνάµωση τοπικών φωνών. Μέσω αυτής της συστηµατικής και πολυφωνικής προσέγγισης της γνώσης και της χρήσης της πολιτιστικής κληρονοµιάς στο σήµερα, προχωρούµε παραπέρα πρακτικά, ευαισθητοποιώντας και προετοιµάζοντας το έδαφος για την εκδηµοκρατικοποίηση του αιτήµατος της προστασίας και την εφαρµογή αποτελεσµατικών και συµµετοχικών κινήσεων στη διαχείριση των καταλοίπων.
Αρθρογράφος: ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΕΚΑΚΗΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ MOnuMENTA
Πηγή: (PDF) Η διαχείριση των «μνημείων σε κίνδυνο»
Πηγή εικόνας: