Ο Γιώργος Τσακίρης δίνει νέα πνοή σε βελέντζες: Από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας μέχρι το εργαστήρι του στο όρος Πάικο

Μας αφηγήθηκε τη διαδρομή του ανάμεσα στη Μακεδονία, τη Φλωρεντία και την Αθήνα, με αφορμή την έκθεση στην οποία συμμετέχει.

ΑΠΟ ΤΗΝΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΡΚΑΝΗ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025

Στο εργαστήριο του Γιώργου Τσακίρη

Ο Γιώργος Τσακίρης μας προσκαλεί στο εργαστήρι του στο Αχλαδοχώρι Μακεδονίας, να δούμε από κοντά παραδοσιακές βελέντζες στις οποίες έχει παρέμβει εικαστικά ενώ δοκιμάζουμε ένα ποτήρι κρασί δικής του παραγωγής. Αρχικά, ωστόσο, μπορούμε να επισκεφτούμε τη νέα ομαδική έκθεση για τη σύγχρονη υφαντική τέχνη «Μίτοι για την εποχή μας», όπου συμμετέχει με ένα έργο του, στην Αθήνα, στο Lofos Art Project.

Παιχνίδι στο πάτωμα, φωλιασμένοι ανακούρκουδα στο μαλλιαρό πέλος, να αναζητάμε ίσως τουβλάκια ή αυτοκινητάκια χαμένα ανάμεσα στα κρόσσια. Δεν χρειάζεται να ανήκουμε σε παλαιότερες γενιές για να έχουμε τέτοιες παιδικές αναμνήσεις –πολλοί από εμάς έτυχε να μεγαλώσουμε σε σπίτια ντυμένα με βελέντζες, ιδιαίτερα αν οι γονείς και οι παππούδες μας κατάγονταν από χωριά ορεινά ή της βόρειας Ελλάδας όπου, ειδικά στο παρελθόν, το κρύο του χειμώνα δεν αστειευόταν. Τις τελευταίες δεκαετίες, η βελέντζα εξορίστηκε από τα περισσότερα σπίτια, ως δύσχρηστη -βαριά, δύσκολη στο καθάρισμα και τη μεταφορά. Σε κάποιες περιπτώσεις αντικαταστάθηκε από βιομηχανοποιημένες φλοκάτες από συνθετικά υλικά. Τα εργαστήρια βελέντζας που κάποτε ευημερούσαν στον ελληνικό βορρά έκλεισαν και τα αποθέματά της κατέληξαν να πωλούνται όσο-όσο.

Αρκεί όμως να επισκεφθούμε το ατελιέ του Γιώργου Τσακίρη στο όρος Πάικο για να δούμε συγκεντρωμένα πολλά δείγματα από αυτό το είδος οικιακής χρήσης προς εξαφάνιση. Τα τελευταία χρόνια ο πολυβραβευμένος εικαστικός διασώζει βελέντζες, παρεμβαίνει σε αυτές και τους δίνει την ευκαιρία για μια δεύτερη ζωή, ως έργα τέχνης. Ένα από αυτά, που εκτίθεται στη γκαλερί Lofos Art Project, στη νέα ομαδική έκθεση για τη σύγχρονη υφαντική τέχνη «Μίτοι για την εποχή μας», έγινε η αφορμή για να μας αφηγηθεί την ιστορία του.

Αγροτική και εικαστική παραγωγή

«Το χωριό μου λέγεται Αχλαδοχώρι, είναι στους πρόποδες του όρους Πάικου, ένα γλυκό βουνό, που δεν έχει μεγάλα ύψη. Εκεί γεννήθηκα, αλλά όταν άρχισα να πηγαίνω δημοτικό μετακινήθηκα στην πόλη των Γιαννιτσών, όπου έζησα μέχρι τα δεκαοχτώ μου». Ξεκίνησε σπουδές Ηλεκτρονικών στο Πολυτεχνείο αλλά συνέχισε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, όπου «διδάχτηκα ζωγραφική και χαρακτική» πλάι σε σημαντικούς καθηγητές.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ενώ άρχισε να δραστηριοποιείται στα εικαστικά, «τα καλοκαίρια δούλευα στους αγρούς, καλλιεργούσα φρούτα». Αρχικά, έζησε στην Αθήνα, αλλά όταν εκλέχθηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης μετακόμισε ξανά στον βορρά «και η ενασχόληση με την αγροτιά έγινε πιο έντονη». Πλέον, άλλωστε, μπορούσε να μετακινηθεί ευκολότερα στο χωριό του, που απέχει περίπου 45 λεπτά από τη Θεσσαλονίκη.

Η γνωριμία του με την ιστορικό και κριτικό τέχνης Έφη Στρούζα υπήρξε καθοριστική, αφού ήταν εκείνη που «επέμενε να στήσω το εργαστήρι στο χωριό. Με έπεισε ότι έτσι θα μπορούσα να βρίσκω πολύ εύκολα τις πρώτες ύλες και τα εργαλεία για ένα έργο και είχε δίκιο». Επίσης το εργαστήρι στο χωριό, όπου αξιοποίησε όχι μόνο την αυλή αλλά ακόμα και τον αχυρώνα του παππού του, του πρόσφερε άνεση χώρου για να δουλεύει έργα μεγάλης κλίμακας.

Στο Αχλαδοχώρι τα όρια ανάμεσα στην εικαστική και την αγροτική δημιουργία του έγιναν ρευστά. «Το βίωμα κολλάει επάνω μας σαν βδέλλα και δεν μας αφήνει ποτέ να “συνέλθουμε”» εξηγεί. «Και όλο αυτό το βίωμα του χωραφιού, του κτήματος, της αγροτικής καλλιέργειας άρχισε να μεταφέρεται στη δουλειά μου». Ενώ φιλοτεχνούσε έργα που παρουσιάζονταν σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό (αποσπώντας, μάλιστα, τρία διεθνή βραβεία στη δεκαετία του ’80), παρήγε τσίπουρο και κρασί, έφτιαχνε μαρμελάδες, «σε κάποια φάση είχα στήσει και μια φάρμα με στρουθοκαμήλους». Αναπόφευκτα, η αγροτική ζωή άρχισε να τρυπώνει και στην τέχνη του –σε εγκαταστάσεις, ας πούμε, με φραντζόλες ψωμί, κορμούς δέντρων, φρούτα και λαχανικά.

Βοήθησε και η εποχή: «Ο 20ός αιώνας διευκόλυνε πολλές καλλιτεχνικές εκφάνσεις. Υπήρξαν δηλαδή καλλιτέχνες πρωτομάστορες, που άνοιξαν δρόμους και μας έδωσαν μια ασφάλεια για να κινούμαστε πέρα από τις δομές που καθόριζαν μέχρι τότε τις εικαστικές τέχνες όπως το μάρμαρο, το τελάρο».

Στο εργαστήριο του Γιώργου Τσακίρη/Photo: Γιώργος Τσακίρης

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *