Το “Μαύρη Ελλάδα” του Νέγρου του Μοριά αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα σύγχρονης ελληνικής ραπ με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο. Το τραγούδι λειτουργεί ως αφήγηση ζωής ενός Αφροέλληνα, ενώ παράλληλα σχολιάζει ευθέως ζητήματα ρατσισμού, αποδοχής, περιθωριοποίησης και κοινωνικών ανισοτήτων.

Το «Μαύρη Ελλάδα» ξεκινά με ξεκάθαρη πολιτική αιχμή. Ο Νέγρος του Μοριά περιγράφει μια χώρα όπου η εξουσία, η αστυνομία και το κράτος παρουσιάζονται ως ένα κλειστό σύστημα συμφερόντων. Μέσα από εικόνες για “μαφία στη Βουλή”, για σχολεία που μοιάζουν με φυλακές και για τη μετάβαση του παιδιού της πλατείας στην ενήλικη ζωή, το τραγούδι σχολιάζει τις κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν τη νέα γενιά, προσφέροντας την οπτική ενός αφροέλληνα ο οποίος βίωσε την “παρακμή” στην Ελλάδα. Ο καλλιτέχνης επιμένει πως, παρά τα βάρη και τα χρέη, τα όνειρα ενός νέου δεν μπορούν να γκρεμιστούν. εκδηλώνοντας ελπίδα μέσα σε έναν στίχο με βαριά θεματολογία.

Στη συνέχεια, το τραγούδι μεταφέρεται στη σφαίρα του προσωπικού συναισθηματικού του κόσμου. Η αναφορά στην αγάπη που “διώχνει τον πόνο”, αλλά και η εικόνα της καθημερινής προσπάθειας σε μια πόλη όπου το χρήμα καθορίζει την επιβίωση, δημιουργούν μια ισχυρή αντίθεση ανάμεσα στην ανθρώπινη ανάγκη για ασφάλεια και στη σκληρότητα της πραγματικότητας. Οι εικόνες με την “τύχη σαν ρουλέτα” και τη “σφαίρα από το πιστόλι” δείχνουν πόσο σκληρή είναι η ζωή για εκείνους που κινούνται στο περιθώριο. Την ίδια στιγμή, οι συμπεριφορές βίας που συχνά ταυτίζονται με τη “μαγκιά” στα νέα παιδιά δημιουργεί την ανάγκη στον ΝΤΜ να αντιπαραθέσει τη δική του στάση, όπου ο λόγος και ο στίχος έχουν δύναμη να προσφέρουν παρηγοριά, όχι τραύμα.

Στο δεύτερο μέρος, το τραγούδι γίνεται ακόμη πιο κοινωνικοπολιτικό. Οι αναφορές στις φωτιές, στα δάση που έγιναν στάχτη, στους καπνούς των ειδήσεων, αλλά και στα ελληνοτουρκικά, στην οικονομία και στις δολοφονίες, συνθέτουν μια εικόνα χώρας, η οποία εν τέλει ποτέ δεν ξέφυγε από την κρίση. Ο Νέγρος του Μοριά καταγγέλλει την αποπροσανατόλιση της κοινής γνώμης, από τον φανατισμό στα γήπεδα μέχρι τη συζήτηση για το μεταναστευτικό, το οποίο παρουσιάζει ως “μεταφορικό”, δηλαδή ως ένα πρόβλημα που κάποιοι εργαλειοποιούν για οικονομικό όφελος. Η κορύφωση έρχεται με την υποκρισία του “να φύγουν οι ξένοι”, ένα σύνθημα που καταρρίπτει δείχνοντας πως οι ίδιοι που το φωνάζουν ίσως μένουν σε κτίρια χτισμένα από μετανάστες.

Το τραγούδι κλείνει με μια πικρή αλήθεια. Στο τέλος ,ο Νέγρος του Μοριά περιγράφει μια κοινωνία που θυμώνει και αντιδρά, αλλά δεν κρατά αυτή τη συνειδητοποίηση για πολύ. Μόλις έρθει το καλοκαίρι, οι διακοπές ή κάποια αλλαγή διάθεσης, ξεχνά κάθε τραγωδία που την πλήττει ενεργά, και επανέρχεται στην “πραγματικότητα”, σαν να μη συνέβη τίποτα.

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *