O Raiser είναι ένας ράπερ από τα δυτικά προάστια της Αθήνας , του οποίου ο ήχος μοιάζει με το παλιό ελληνικό ραπ αλλά ταυτόχρονα είναι φρέσκο και πρωτότυπο. Κουβαλάει μαζί του τον δρόμο και την κουλτούρα του, με το «αποτύπωμά» του να το βλέπεις σε κάθε μέρος της Αθήνας. Το «RCU gang» είναι ένα γκράφιτι που –αν προσέξεις– υπάρχει παντού στην πόλη, στο κέντρο και στα προάστια, υποδηλώνοντας την παρουσία τους. Ο Raiser ξεκίνησε ως graffiti artist κι αυτό τον έχει σημαδέψει.

 Από κοντά ο Raiser δεν έχει και μεγάλη σχέση με το «τρομακτικό» παιδί που δείχνει στα βίντεό του, αλλά είναι από τους ελάχιστους νέους ράπερ που δεν υποδύονται κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Και μιλώντας μαζί του, καταλαβαίνεις αμέσως γιατί έχει αυτό το respect απ’ όλους στον χώρο

«Μεγάλωσα στην Παλατιανή, μια γειτονιά στα δυτικά», λέει. «Μεγάλωσα λίγο γρήγορα, μου άρεσε να ανακαλύπτω πράγματα που δεν τα έκαναν άλλα παιδιά στην ηλικία μου, ήθελα να αλητέψω από νωρίς. Γενικότερα, εκείνη την εποχή η γειτονιά μου ήταν η κακόφημη της περιοχής, γιατί έπαιζε πολύ ναρκωτικό. Ήταν εμφανές και στις μικρότερες ηλικίες, γιατί πήγαινες στην πλατεία και έκαναν χρήση. Έβλεπα τέτοιες άσχημες εικόνες από μικρό παιδί. Υπήρχε ελάχιστη αστυνόμευση στον δήμο Ηλίου, και στα πολλά μικρά πάρκα, και στις πλατείες ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. 

Άργησα να καταλάβω τι θέλω να κάνω. Για χρόνια με ένοιαζε μόνο να βγαίνω, να κάνω τη βόλτα μου και τα γκράφιτί μου, αυτά είχα ως προτεραιότητα. Έβλεπα από παιδάκι τους μεγαλύτερους να βάφουν και άρχισα κι εγώ να σχεδιάζω το ψευδώνυμό μου. Από πολύ νωρίς, από δώδεκα-δεκατριών, ξεπέρασα κατά πολύ τα πρότυπά μου.

Στη συνέχεια μετακόμισα στην Πετρούπολη και ξεσήκωσα όλη τη γενιά μου. Όλοι είχαν ένα ψευδώνυμο και προσπαθούσαν να κάνουν ό,τι κάναμε εγώ και ένας-δυο φίλοι μου που είχαμε φτιάξει τους RCUS – τότε με το όνομα RAIS. Εκτός από την πώρωση που είχα με το γκράφιτι, είχα και το ραπ. Άκουγα τους Ζωντανούς Νεκρούς φουλ, διάφορα ραπ συγκροτήματα, γενικά ό,τι είχε άσχημο λεξιλόγιο ήταν πιο ελκυστικό για μένα. Άκουγα ραπ όσες ώρες ήμουν ξύπνιος, από το πρωί μέχρι το βράδυ, και ταυτόχρονα έγραφα.

Τα πρώτα μου κομμάτια τα έχω γράψει στο δημοτικό. Έγραφα για τη ζωή μου στο σχολείο, για τους συμμαθητές μου, κάποια φανταστικά storytelling και storytelling με κυνηγητά με μπάτσους – γιατί μας κυνηγάγανε για τα γκράφιτι ή άλλες βλακείες που κάναμε τότε. Δεν είχα σκεφτεί ότι θα γίνω μουσικός, μη σου πω ότι κορόιδευα κιόλας, γιατί άκουγα τους καινούργιους ράπερ να λένε κάποια πράγματα και αναρωτιόμουν “τι λέει τώρα;”.   

Όταν πήγα δεκαπέντε χρονών μού έλεγαν οι μεγαλύτεροι της πλατείας, “ρε Μιχαλάκη, ωραία τα λες”. Έκανα freestyle συνέχεια, μπορεί να ερχόσουν να μου πεις “γεια, τι κάνεις Μιχάλη;” κι εγώ να απάνταγα με freestyle. Μου έλεγαν “αυτά που μας λες γιατί δεν τα γράφεις, ρε φίλε;” κι εγώ γέλαγα, γιατί το μόνο που με ένοιαζε ήταν να βάψω κανέναν τοίχο, όχι μόνο στις περιοχές της Αθήνας αλλά και σε άλλες πόλεις, ήθελα να το κάνω όσο πιο μεγάλο γίνεται.

Παράλληλα, είχα και πάρα πολλούς τσακωμούς μέσω του γκράφιτι. Είχα τσακωθεί με όλες τις άλλες περιοχές. Τώρα μπορεί να γελάμε, αλλά τότε είχα παντού άτομα που μισιόμασταν. Έχω τσακωθεί πολύ στη ζωή μου και πλέον δεν θέλω να το κάνω, προσπαθώ με κάθε τρόπο να αποφύγω τον τσακωμό. Κάνω πολλά βήματα πίσω από τότε που κατάλαβα ότι δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε.

Όταν φτιάχτηκαν οι RCU, ήμουν εγώ μπροστά. Ξενύχτησα πάρα πολύ, περπάτησα πολλούς δρόμους, έχω γυρίσει με τα πόδια όλη την Αθήνα. Περπατούσα όλη τη νύχτα από το κέντρο ή από τον Πειραιά, απ’ όπου να ’ναι, μέχρι το σπίτι μου, για να μπορώ σήμερα να λέω αυτά που έχω ζήσει.

Ρωτάω τους γονείς μου τώρα γιατί με είχαν αφήσει ανεξέλεγκτο, γιατί δεν έβαλαν ένα στοπ, αλλά μου λένε ότι όσο και να προσπάθησαν, ήμουν τόσο αντιδραστικός, που όταν με σταματούσαν από κάτι, έκανα τα δεκαπλάσια. Ακόμα είμαι αντιδραστικός και προσπαθώ να το μετριάσω. Έχω κάνει πολλά λάθη από αυτή μου τη συμπεριφορά, αλλά προσπαθώ να βελτιώνομαι, όσο μπορώ». 

Είχα την τάση να φεύγω από το σπίτι μου κρυφά, να πέφτουν οι γονείς μου για ύπνο κι εγώ να κατεβαίνω από τον φωταγωγό στον ακάλυπτο και να πηγαίνω βόλτα. Ίσα-ίσα για να βγω, χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο να κάνω. Με είχε σταματήσει κάνα-δυο φορές η αστυνομία και με ρώταγαν «τι κάνεις τέτοια ώρα έξω;». Ήμουν παιδάκι.

Το χειρότερο είναι ότι πήγαινα στις πλατείες της γειτονιάς μου όπου σύχναζαν οι μεγαλύτεροι, αληταρία, τοξικομανείς, και χωρίς να έχω αίσθηση του κινδύνου καθόμουν στο παγκάκι δίπλα τους. Δεν με πείραξαν ποτέ, αλλά με τα χρόνια κατάλαβα τι έκαναν. Αυτές οι εικόνες, αλλά και ένας συγγενής μου που χάθηκε από ναρκωτικά, είναι ο λόγος που δεν έχω πιει ποτέ βαριά ναρκωτικά.  

Οι επιρροές μου ήταν πάντα από τη μουσική. Ο πατέρας μου ήταν καλός φίλος με τον κιθαρίστα του συγκροτήματος Αντίδραση, ο οποίος, όταν πήρε το Playstation II, χάρισε σ’ εμάς το Playstation I μαζί με κάποια παιχνίδια που είχε. Εκεί μέσα ήταν ένα παιχνίδι της Thrasher, το «Skate and Destroy», όλο το playlist του οποίου ήταν ραπ ’90s, αμερικανικά, θρυλικά συγκροτήματα: Gang Starr, A Tribe Called Quest, Public Enemy, Run DMC, EPMD, Eric B. & Rakim, οι κολόνες του ραπ γενικά.

Έτσι από μικρό παιδί άκουγα αμερικανικό ραπ, μου άρεσε ο ήχος του ραπ πριν καταλάβω τι είναι. Είχα πάρει μια ιδέα, έτσι, μεγαλώνοντας, άρχισα να ψάχνω αυτήν τη μουσική. Τότε, στον Atlantis είχε κάποια δίωρα με ραπ, έτσι, μόλις σχόλαγα απ’ το σχολείο –το δημοτικό–, έφευγα τρέχοντας, έβαζα τις κασέτες του πατέρα μου με Scorpions, Metallica, AC/DC και έγραφα πάνω τους τις εκπομπές.

Πάλευα με κάθε τρόπο να βρω παραπάνω ραπ να ακούσω, γιατί στο σπίτι δεν είχαμε ακόμη ίντερνετ, όπως δεν είχαν τα πιο πολλά παιδιά τότε. Με έλκυαν άτομα που ήταν στη φάση μου, που έκαναν γκράφιτι, skate, BMX, ή άκουγαν επίσης ραπ, ή ντύνονταν με φαρδιά παντελόνια και τέτοια. Μαζί τους γινόταν ένα κλικ και γινόμασταν παρέες.

Με την ομάδα μου είμαστε μαζί από το 2007, με άλλο όνομα αρχικά. Το 2012-2013 μετονομάστηκε σε RCU. Είμαστε οικογένεια κυριολεκτικά, πολύ δεμένοι. Αλλά είναι ομάδα, κλίκα, δεν είναι συγκρότημα, όπως πολλοί νομίζουν, ούτε εταιρεία. Περιλαμβάνει γκραφιτάδες, τατουατζήδες, επιχειρηματίες, χρυσοχόους, ό,τι θες “

Ο Raiser αναφέρει επίσης, έχει δουλέψει αρκετά με τον OutOfBoundz, που ασχολείται με τη μουσική παραγωγή πολλά χρόνια. Παλιότερα έκανε κι άλλα είδη ηλεκτρονικής μουσικής, γνωρίζει πολύ καλά τη φάση του drill, κυρίως το UK drill, αλλά μελετάει και το αμερικάνικο.Του τον γνώρισε ο Saske ο οποίος τον έχει βοηθήσει πάρα πολύ σύμφωνα με τα λεγόμενα του.

Τέλος ο ραπερ δηλώνει ότι : Θέλω να ανεβάσω τη μουσική μου όσο πιο ψηλά μπορώ, για να μπορέσω μετά να βοηθήσω κι εγώ τον νέο κόσμο, να το φτάσω όσο πάει, για να τραβήξω κι άλλους. Να πάρω στη μάνα μου το σπίτι με κήπο που ονειρεύεται, να έχει σκυλιά και άλλα ζώα, που τώρα δεν μπορεί να έχει. 

Έχω μεγαλώσει με την κουλτούρα του χιπ-χοπ, την έχω φάει με το κουτάλι, και ζω έτσι ακόμα – λιγότερο, αλλά έτσι ζω. Δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος όσο μεγαλώνεις, αλλάζεις. Πριν από τρία χρόνια σκεφτόμουν άλλα. Έχω μιλήσει άσχημα σε παλιά μου κομμάτια για το τραπ, ήμουν από αυτούς που δεν το υποστήριζαν, έχω μιλήσει άσχημα για θρυλικούς ράπερ, έτσι ζούσα και αυτά πίστευα, αλλά με τα χρόνια κατάλαβα ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν παλέψει για να είναι εκεί που είναι, αναγνώρισα ό,τι έχουν καταφέρει, δεν τους ακούει όλος ο κόσμος τυχαία.

Θα ήθελα να μην έχω μιλήσει άσχημα, γιατί θεωρούσα ότι ντροπιάζουν το ραπ, δεν καταλάβαινα τότε ότι βάζουν τουβλάκια για κάτι που θα γίνει τεράστιο. Ήταν πολύ φτωχό το μυαλό μου. Παραδέχομαι ότι αυτοί ήταν πολύ πιο μπροστά από μένα. Θέλω να σου πω ότι μου αρέσει που έχουν μπει νέες λέξεις που έρχονται από το ραπ στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, έχει πλάκα να ακούω ανθρώπους πενήντα χρονών να λένε «φλέξαρε».  

πηγή : https://www.lifo.gr/culture/music/raiser-h-synarpastiki-istoria-enos-raper-apo-ta-dytika-proastia

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *