Τα παιδιά της γενιάς Ζ, γεννημένα μεταξύ 1990 και 2015 (η πρώτη γενιά χωρίς προϊντερνετική ζωή), μπήκαν στην αγορά εργασίας. Είναι μια περίοδος που η ευελιξία είναι κοινός τόπος, η ψηφιακή επικοινωνία είναι ευρέως διαδεδομένη και οι εργαζόμενοι έχουν το πλεονέκτημα να ζητούν αυτά που θέλουν από τις εταιρείες.
Ωστόσο, φαίνεται ότι τα παιδιά της γενιάς Ζ δεν έχουν καλά ξεκινήματα στην εργασιακή τους ζωή. Κάποιες εταιρείες προσλαμβάνουν τους υπαλλήλους τους και εσκεμμένα «τους ρίχνουν στα βαθιά» κι όποιος αντέξει. Οι «καινούριοι» βρίσκονται σε συνεχή ροή, καθηλωμένοι σε χαμηλόμισθους, δύσκολους ρόλους.
Υπάρχουν εταιρείες οι οποίες προσλαμβάνουν νέους σε συγκεκριμένα πόστα και στη συνέχεια τους φορτώνουν με απαιτητικά καθήκοντα. Οι εργοδότες γνωρίζουν ότι «οι καινούριοι» κάποια στιγμή θα εγκαταλείψουν- είτε επειδή βρίσκονται σε αδιέξοδο είτε επειδή έχουν «καεί» στη θέση. Τότε, τους αντικαθιστούν με άλλους «καινούριους», οι οποίοι έχουν την ίδια μοίρα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια πηγή φτηνής, υποτιμημένης εργασίας αφού δεν τίθεται και θέμα μεγάλης αποζημίωσης.
Την κατάσταση επιδεινώνει και το γεγονός ότι οι νέοι εργαζόμενοι έχουν κάνει αρχή με την εξ αποστάσεως και την υβριδική εργασία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουν εμπειρίες από τα όσα συμβαίνουν στον χώρο εργασίας. Παραδείγματος χάρη, δεν υπάρχουν οι χαλαρές συζητήσεις και οι άτυπες παρατηρήσεις, μέσα από τις οποίες οι νέοι υπάλληλοι μαθαίνουν πώς να κινούνται. Θεωρείται πως με τα ψηφιακά περιβάλλοντα οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας χάνουν την ευκαιρία να συλλέξουν κρίσιμα στοιχεία που ορίζουν τη συμπεριφορά, τη συνεργασία και τη δικτύωση.